- υπακμάζω
- Αακμάζω, ανθώ μετά από άλλον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπακμάζοντες — ὑπακμάζω flourish in succession to pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακμάζω — (Α ἀκμάζω) 1. βρίσκομαι σε ακμή, σε πλήρη άνθηση 2. ανθώ, ευημερώ, ευδοκιμώ νεοελλ. (για πρόσωπα) βρίσκομαι στην πιο δημιουργική φάση τής ζωής μου, στην ωριμότητά μου «ο ποιητής άκμασε στα μέσα τού 5ου αιώνα» αρχ. 1. (για πρόσωπα) βρίσκομαι σε… … Dictionary of Greek